- μεγαλοσμαραγος
- μεγαλοσμάραγοςμεγᾰλο-σμάρᾰγος2(μᾰ) оглушительно грохочущий, громовой
(στεροπή Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στεροπή Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεγαλοσμάραγος — μεγαλοσμάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σμαραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, βροντώ»), πρβλ. ερι σμάραγος, φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek
μεγαλοσμαράγου — μεγαλοσμάραγος loud resounding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek